- ἄστομα
- ἄστομοςspeechlessneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολότριχα — Τάξη βλεφαριδοφόρων πρωτόζωων που χαρακτηρίζεται από τις απλές βλεφαρίδες, οι οποίες, πολλές φορές, ενώνονται και σχηματίζουν κυματοειδείς μεμβράνες. Τα ο. διαιρούνται σε τέσσερις υποτάξεις: γυμνόστομα, τριχόστομα, υμενόστομα και άστομα. Σε… … Dictionary of Greek